- στόχου
- στόχοςpillarmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
Сиотис, Динос — Динос Сиотис греч. Ντίνος Σιώτης Дата рождения: 19 декабря 1944(1944 12 19) (67 лет) Место рождения … Википедия
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
κατάδειξη — η 1. η σαφής δήλωση 2. η τεκμηρίωση, η ύπαρξη αποδείξεων για κάτι 3. φρ. στρ. «κατάδειξη στόχου» η υπόδειξη τής ακριβούς θέσης ενός στρατιωτικού στόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταδείκνυμι. Η λ., στον λόγιο τ. κατάδειξις, μαρτυρείται από το 1843 στον… … Dictionary of Greek
κατευστοχία — κατευστοχία, ἡ (Α) [κατευστοχώ] (μτφ. για συλλογισμό) βολή στο κέντρο τού στόχου, επιτυχία τού στόχου … Dictionary of Greek
κλισιοσκόπιο — Μικρό μεταλλικό όργανο, προσαρμοσμένο στον σωλήνα των πυροβόλων όπλων, που χρησιμεύει για τον ακριβή προσδιορισμό του στόχου. Τα κ. των τουφεκιών αποτελούνται συνήθως από έναν αριθμημένο πίνακα, από τον κινητό αναδρομέα, πάνω στον οποίο υπάρχει η … Dictionary of Greek
αντιαεροπορική άμυνα — Σύνολο ενεργειών και εγκαταστάσεων με σκοπό την προστασία των πόλεων, των στρατιωτικών εγκαταστάσεων και των στρατιωτών και πολιτών από επιθέσεις εχθρικών αεροσκαφών ή πυραύλων. Η ανίχνευση της εχθρικής επίθεσης είναι πολύ δύσκολη. Τα μέσα που… … Dictionary of Greek
βλητική — Κλάδος της εφαρμοσμένης φυσικής που μελετά την εκτόξευση και την κίνηση των σωμάτων στον χώρο, καθώς και τα αποτελέσματα της εισχώρησης και της έκρηξής τους στον στόχο. Τα σώματα αυτά μπορεί να είναι βλήματα πυροβόλων όπλων, βόμβες αεροσκαφών και … Dictionary of Greek
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek